ενοργάνωση

ενοργάνωση
η
(μουσ.)
1. η κατανομή των μερών μουσικού έργου στα διάφορα όργανα της ορχήστρας.
2. η τέχνη που διδάσκει τους νόμους και κανόνες αυτής της κατανομής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενοργάνωση — η η κατανομή τών μερών ενός μουσικού έργου στα απαραίτητα για την εκτέλεσή του μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Ιnstrumentation, ιταλ. orchestrazione). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”